- λυσιμέριμνος
- λυσιμέριμνος, -ον (Α)1. αυτός που διώχνει τις έγνοιες, τις σκοτούρες2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ὁ Λυσιμέριμνος, ἡ Λυσιμέριμνοςεπίκληση τού Διονύσου, τού Ερμού, τής Αρτέμιδος και τού Ύπνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι-* + < μέριμνα (πρβλ. α-μέριμνος, οξυ-μέριμνος)].
Dictionary of Greek. 2013.