λυσιμέριμνος

λυσιμέριμνος
λυσιμέριμνος, -ον (Α)
1. αυτός που διώχνει τις έγνοιες, τις σκοτούρες
2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ὁ Λυσιμέριμνος, ἡ Λυσιμέριμνος
επίκληση τού Διονύσου, τού Ερμού, τής Αρτέμιδος και τού Ύπνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι-* + < μέριμνα (πρβλ. α-μέριμνος, οξυ-μέριμνος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λυσιμέριμνον — λῡσιμέριμνον , λυσιμέριμνος driving care away masc/fem acc sg λῡσιμέριμνον , λυσιμέριμνος driving care away neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσι- — (AM λυσι ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο p. λύω (πιθ. με επίδραση τού τ. λυσανίας*) σχηματίζοντας σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος. Στα σύνθ. αυτά το α συνθετικό λυσι εμφανίζεται με τις σημασίες τής εξασθένησης, χαλάρωσης (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • λυσιμέριμνε — λῡσιμέριμνε , λυσιμέριμνος driving care away masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”